υποδιεύθυνση

υποδιεύθυνση
η, Ν
1. το αξίωμα και το έργο τού υποδιευθυντή
2. υπηρεσία, συνήθως αυτοτελής, η οποία αποτελεί υποδιαίρεση τής διεύθυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + διεύθυνση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδιεύθυνσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποδιεύθυνση — η 1. το αξίωμα και το έργο του υποδιευθυντή (βλ. λ.). 2. υπηρεσία που αποτελεί υποδιαίρεση διεύθυνσης, με αυτοτέλεια μεγαλύτερη από εκείνη του τμήματος: Υποδιεύθυνση Τροχαίας Κινήσεως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”